- ζηλωτής
- ο (AM ζηλωτής, Α δωρ. τ. ζαλωτής) [ζηλώ]1. ο γεμάτος ζήλο, ο μιμητής, ο θαυμαστής («μιμητὴς καὶ ζηλωτὴς τῆς πατρῴας ἀρετῆς», Ισοκρ.)2. ο αφοσιωμένος με ζήλο σε κάποια θρησκεία, ο θεοσεβής3. πληθ. οι ζηλωτές (-αί)οι φανατικοί και μισαλλόδοξοι Φαρισαίοι τού 1ου μ.Χ. αιώνανεοελλ.ευκίνητο μαύρο αραχνοειδές τών θερμών χωρώννεοελλ.-μσν.πληθ. οι ζηλωτές (-αί)οπαδοί θρησκευτικοπολιτικής οργάνωσης στη Θεσσαλονίκη στις αρχές τού 14ου μ.Χ. αιώνα, που αποσκοπούσαν στην προστασία τών δικαιωμάτων τών πολιτών κάθε κοινωνικής τάξης και στη συμμετοχή τών πολιτών στη διοίκηση τών κοινώναρχ.ζηλότυπος, φθονερός.
Dictionary of Greek. 2013.